Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

τοῦ αἰγιαλοῦ

  • 1 ἐντός

    ἐντός, ([etym.] ἐν)
    A within, inside, opp. ἐκτός:
    I Prep. c. gen., which mostly follows, but may precede,

    τείχεος ἐ. Il.12.380

    , al., cf.

    Ἀρχ. Ἐφ. 1920.33

    ([dialect] Boeot., V B.C.);

    ἐ. Ὀλύμπου Hes.Th.37

    ;

    στέρνων ἐ. A.Ag. 77

    (anap.);

    σ' ἔθρεψεν ἐ... ζώνης Id.Eu. 607

    ; ἐ. ἐμεωυτοῦ in my senses, under my own control, Hdt.7.47;

    ἐ. ἑωυτοῦ γίνεσθαι Id.1.119

    , cf.Hp. Epid.7.1;

    ἐ. ὢν εἰπεῖν αὑτοῦ D.34.20

    ;

    ἐ. τῶν λογισμῶν Plu.Alex.32

    ; ἐ. ὑμῶν in your hearts, Ev.Luc.17.21;

    τῶν μαθημάτων ἐ. Dicaearch.1.30

    ;

    γραμμάτων ἐ. Sor.1.3

    ;

    ἐ. εἶναι τῶν συμβαινόντων παθῶν

    acquainted with,

    Chrysipp.Stoic.3.120

    ; ἐ. τοξεύματος within shot, E.HF 991, X. Cyr.1.4.23; οὐδ' ἐντὸς πολλοῦ πλησιάζειν not within a great distance, Pl.Smp. 195b, cf. Th.2.77; ἐ. ποιεῖν put within,

    τῶν τειχῶν Id.7.5

    ;

    ἐ. ποιεῖσθαι τῶν ἐπιτάκτων Id.6.67

    ;

    ἐ. πλαισίου ποιησάμενοι X.An.7.8.16

    ; of troops, ἐ. αὐτῶν within their own lines, ib.1.10.3: also with Verbs of motion,

    τείχεος ἐ. ἰόντες Il.12.374

    ;

    πύργων ἔπεμψεν ἐντός E.Tr.12

    .
    2 within, i.e. on this side,

    ἐ. Ἅλυος ποταμοῦ Hdt.1.6

    , cf. 8.47, Th.1.16; ἡ ἐ. Ἱσπανία, = Lat. Hispania Citerior, Plu.Cat.Ma.10;

    ἐ. τοῦ Πόντου Hdt.4.46

    ;

    ἐ. ὅρων Ἡρακλείων Pl.Ti. 25c

    ; ἐ. τῶν μέτρων τετμημένον μέταλλον within the bounds of the adjacent property, an encroachment, Hyp.Eux.35;

    τῶν μέτρων ἐ. D.37.36

    ; also ἐ. τῶν πρῳρέων.. καὶ τοῦ αἰγιαλοῦ between.., Hdt.7.100.
    3 of Time, within,

    ἐ. οὐ πολλοῦ χρόνου Antipho 5.69

    ;

    ἐ. εἴκοσιν ἡμερῶν Th.4.39

    , cf. IG12.114.40, etc.;

    ἐ. ἑξήκοντ' ἐτῶν Amphis 20.2

    ; ἐ. ἑσπέρας short of, i.e. before, evening, X.Cyn.4.11; ἐ. ἑβδόμης before the seventh of the month, Hsch.; οἱ τῆς ἡλικίας ἐ. γεγονότες short of manhood, Lys.2.50; τῆς πρεπούσης ἐ. ἡλικίας within the fitting limits of age, Pl.Ti. 18d.
    4 with Numbers, ἐ. εἴκοσιν [ἐτῶν] under twenty, Ar.Ec. 984; ἐ. δραχμῶν πεντήκοντα within, i.e. under.., Pl.Lg. 953b.
    5 of Degrees of relationship, ἐ. ἀνεψιότητος within the relationship of cousins, nearer than cousins, ib. 871b, Lexap.D.43.57.
    II Adv. within,

    ἐ. ἐέργειν Il.2.845

    , Od.7.88;

    χώρην ἐ. ἀπέργειν Hdt.3.116

    ;

    ἐ. ἔχειν τινάς Th.7.78

    ; ἐ. ποιῆσαι or ποιήσασθαι, Id.5.2, 6.75: freq. with the Art., ἐκ τοῦ ἐ., = ἔντοσθε, Id.2.76; τὰ ἐ. the inner parts of the body (of ἥ τε φάρυγξ καὶ ἡ γλῶσσα), ib.49, cf. Pl. Prt. 334c, etc.; τοὐντός, opp. τοὔξω, S.Ichn.302;

    ἐ.

    in the Mediterranean,

    Arist.Mu. 393a12

    .

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐντός

  • 2 προεξέχω

    A project from,

    τοῦ αἰγιαλοῦ Agath.5.22

    .

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προεξέχω

См. также в других словарях:

  • θάλασσα — Το σύνολο του όγκου του αλμυρού νερού που καλύπτει τις κοιλότητες της γήινης επιφάνειας και επιτρέπει να προβάλλουν η ηπειρωτική ξηρά και τα νησιά. Με την περιορισμένη έννοια, ο όρος υποδηλώνει ένα οποιοδήποτε, πολύ ή λίγο, ευρύ τμήμα του ίδιου… …   Dictionary of Greek

  • προεξέχω — ΝΜΑ [ἐξέχω] εξέχω προς τα εμπρός, προέχω (α. «η στέγη δεν προεξέχει αρκετά για να φεύγουν τα νερά τής βροχής» β. «πᾱν προβεβλημένον μέρος καὶ προεξέχον», Ιωάν. Τζέτζ. γ. «τὸ τοῡ αἰγιαλοῡ προεξέχον», Αγαθ.) αρχ. υπερέχω, διακρίνομαι …   Dictionary of Greek

  • Ίων — I Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την αττική παράδοση ήταν γιος του Ξούθου και της κόρης του Ερεχθέα, Κρέουσας, και πατρίδα του θεωρείτο η Αττική. Ο Ί. αποτελούσε, στο πλαίσιο της παράδοσης αυτής, έναν από τους σημαντικότερους ηγεμόνες και… …   Dictionary of Greek

  • ιών — I Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την αττική παράδοση ήταν γιος του Ξούθου και της κόρης του Ερεχθέα, Κρέουσας, και πατρίδα του θεωρείτο η Αττική. Ο Ί. αποτελούσε, στο πλαίσιο της παράδοσης αυτής, έναν από τους σημαντικότερους ηγεμόνες και… …   Dictionary of Greek

  • διοικητική άδεια — Πράξη της διοίκησης με την οποία επιτρέπεται, σε ορισμένες περιπτώσεις, η άρση της απαγόρευσης άσκησης δικαιώματος. Η δ.ά. δεν δημιουργεί συνεπώς νέα δικαιώματα, αλλά αποτελεί πράξη όρο για την άσκηση ενός δικαιώματος, που αναφέρεται συνήθως σε… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»